Εργαζόμενος σε διαφορετικές γλώσσες

Εργαζόμενος Σε Διαφορετικές Γλώσσες

Ανακαλύψτε τη « Εργαζόμενος » σε 134 γλώσσες: Βουτήξτε στις μεταφράσεις, ακούστε προφορές και αποκαλύψτε πολιτιστικές γνώσεις.

Εργαζόμενος


Cebuano
nagtrabaho
Hausa
aiki
Igbo
na-arụ ọrụ
Ilocano
agtar-tarabaho
Lingala
kosala mosala
Meiteilon (Μανιπουρί)
ꯊꯕꯛ ꯇꯧꯔꯤꯕ
Nyanja (Chichewa)
kugwira ntchito
Odia (Ορίγια)
କାମ କରୁଛି
Oromo
hojjechuu
Sepedi
go šoma
Tigrinya
ምስራሕ
Twi (Akan)
reyɛ adwuma
Xhosa
iyasebenza
Αγγλικά
working
Αζερμπαϊτζάν
işləyir
Αϊμάρα
irnaqkasa
Αλβανός
duke punuar
Αμχαρικός
መሥራት
Απλοποιημένα Κινέζικα)
加工
Αραβικός
العمل
Αρμενικός
աշխատող
Ασαμέζοι
কাম কৰি থকা
Αφρικανικά
werk
Βασκικά
lanean
Βιετναμέζικα
đang làm việc
Βοσνίας
radi
Βούλγαρος
работещ
Γαλικιανή
traballando
Γαλλική γλώσσα
travail
Γερμανοεβραϊκή διάλεκτος
ארבעטן
Γερμανός
arbeiten
Γεωργιανή
მუშაობს
Γιορούμπα
ṣiṣẹ
Γκουαρανί
mba'apokuaa
Γκουτζαράτι
કામ કરે છે
Δανικός
arbejder
Δεν πληρώνω τα οφειλόμενα
gweithio
Εβραϊκά
עובד
Ελληνικά
εργαζόμενος
Εσθονική
töötavad
Εσπεράντο
laborante
Ζουλού
ukusebenza
Ιάβας
makarya
Ιαπωνικά
ワーキング
Ινδονησιακά
kerja
Ιρλανδικός
ag obair
Ισλανδικός
að vinna
Ισπανικά
trabajando
Ιταλικός
lavorando
Καζακικά
жұмыс істейді
Κανάντα
ಕೆಲಸ
Καταλανικά
treball
Κέτσουα
llamkay
Κινιαρβάντα
gukora
Κιργιζική
иштеп жатат
Κονκάνι
वावुरपी
Κορεάτης
Κορσικανός
travagliendu
Κουρδικά
dixebitin
Κουρδικά (Σοράνι)
کارکردن
Κρεολική Αϊτή
k ap travay
Κρίο
wokin
Κροατία
radeći
Λάος
ເຮັດວຽກ
Λατινικά
working
Λετονικά
strādā
Λευκορώσους
працуе
Λιθουανική
darbo
Λουγκάντα
okukola
Λουξεμβουργιανή
schaffen
Μαδαγασκάρης
miasa
Μαϊθήλι
काम करए बला
Μακεδόνας
работи
Μαλαγιαλαμ
പ്രവർത്തിക്കുന്നു
Μαλαισιανά
bekerja
Μαλτέζος
xogħol
Μαορί
mahi
Μαράθι
काम करत आहे
Μιανμάρ (Βιρμανική)
အလုပ်လုပ်နေတယ်
Μίζο
hnathawk
Μογγόλος
ажиллаж байна
Μπαμπάρα
baara
Μπενγκάλι
কাজ
Μποτζπουρί
कामकाजी
Νεπάλ
काम गर्दै
Νορβηγός
jobber
Ντιβέχι
މަސައްކަތްކުރުން
Ντόγκρι
नौकरीशुदा
Ολλανδός
werken
Ουγγρικός
dolgozó
Ουζμπεκικά
ishlaydigan
Ουιγούρος
ئىشلەۋاتىدۇ
Ουκρανός
робочий
Ουρντού
کام کرنا
Παραδοσιακά κινέζικα)
加工
Παστού
کار کول
Περσικός
کار کردن
Πορτογαλικά (Πορτογαλία, Βραζιλία)
trabalhando
Πουντζάμπι
ਕੰਮ ਕਰਨਾ
Προβατίνα
le dɔwɔm
Ρουμανικός
lucru
Ρωσική
за работой
Σαμαϊκή
galue
Σανσκριτική
करोति
Σέρβος
рад
Σεσόθο
sebetsa
Σίντι
ڪم ڪري رهيو آهي
Σινχάλα (Σινχαλέζικα)
වැඩ කරනවා
Σκωτσέζικα Γαελικά
ag obair
Σλοβάκος
pracujúci
Σλοβενικά
delujoče
Σομαλός
shaqeeya
Σόνα
kushanda
Σουαχίλι
kufanya kazi
Σουηδικά
arbetssätt
Σουντανικά
damel
Στίλβωση
pracujący
Ταγαλογικά (Φιλιππινέζικα)
nagtatrabaho
Ταϊλανδέζικα
ทำงาน
Ταμίλ
வேலை
Τατάρος
эшләү
Τατζικ
кор
Τελούγκου
పని
Τούρκικος
çalışma
Τουρκμενιστάν
işlemek
Τσέχος
pracovní
Τσόνγκα
ku tirha
Φιλιππινέζικα (Tagalog)
nagtatrabaho
Φινλανδικός
toimi
Φριζικά
wurkje
Χαβάης
e hana ana
Χίντι
काम कर रहे
Χμερ
ធ្វើការ
Χμόνγκ
ua haujlwm

Κάντε κλικ σε ένα γράμμα για να περιηγηθείτε σε λέξεις που ξεκινούν με αυτό το γράμμα